βακαλάος

βακαλάος
ο
ο μπακαλιάρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βακαλάος — Με την ονομασία αυτή πωλείται στο εμπόριο κατάλληλα επεξεργασμένος ο τελεόστεος ιχθύς γάδος καλλαρίας, γνωστός επίσης ως μπακαλιάρος, που ανήκει στην τάξη των γαδομόρφων. Το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μ. και το βάρος του τα 40 κιλά· το… …   Dictionary of Greek

  • μπακαλιάρος — Βλ. λ. βακαλάος. * * * ο 1. το ψάρι γάδος και, ιδίως ο αλίπαστος, αλλ. βακαλάος 2. ο ιχθύς μερλούκιος ο κοινός 3. ναυτ. ισχυρή δοκός καθηλωμένη κατά μήκος τού τοιχώματος ξύλινου πλοίου 4. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος και ισχνός άνθρωπος.… …   Dictionary of Greek

  • καλλαρίας — καλλαρίας, ὁ (Α) το ψάρι βακαλάος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από έναν τ. σε αρος (* κάλλ αρος) και το επίθημα ίας*] …   Dictionary of Greek

  • αλίπαστα — Τα προϊόντα που έχουν παστωθεί και μπορούν να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνήθως, με τη λέξη α. εννοούμε τα διατηρημένα κρέατα και ψάρια. Α. όμως μπορεί να είναι και άλλα προϊόντα (δέρματα ζώων, βούτυρο,… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • μπακαλιάρος — ο (λ. ιταλ.), το ψάρι βακαλάος, ο γάδος ο ονίσκος, γένος ψαριών της οικογένειας Γαδίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”